φτωχομαχαλάς

φτωχομαχαλάς
ο
πληθ. -άδες, φτωχογειτονιά (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φτωχομαχαλάς — ο, Ν φτωχογειτονιά …   Dictionary of Greek

  • φτωχογειτονιά — η, Ν συνοικία όπου κατοικούν φτωχοί, φτωχομαχαλάς …   Dictionary of Greek

  • φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… …   Dictionary of Greek

  • φτωχογειτονιά — η γειτονιά όπου κατοικούν φτωχοί, φτωχομαχαλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”